- ἐναγώνιος
- ἐναγώνιοςa taking part in games ἦλθέ τοι Νεμέας ἐξ ἐρατῶν ἀέθλων παῖς ἐναγώνιος (sc. Ἀλκιμίδας) N. 6.13b presiding over games
ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐναγώνιος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… … Dictionary of Greek
εναγώνιος — α, ο επίρρ. α που γίνεται με αγωνία, αγωνιώδης: Εναγώνιες επικλήσεις για βοήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναγωνιώτερον — ἐναγώνιος of masc acc comp sg ἐναγώνιος of neut nom/voc/acc comp sg ἐναγώνιος of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνίως — ἐναγώνιος of adverbial ἐναγώνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγώνιον — ἐναγώνιος of masc/fem acc sg ἐναγώνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνιωτέροις — ἐναγώνιος of masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνιώτερος — ἐναγώνιος of masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνίοις — ἐναγώνιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνίου — ἐναγώνιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναγωνίους — ἐναγώνιος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)